Πρωτοφανές Αρνητικοί Τόκοι ! Που το πάει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ;

 

Πρόκειται για μια κατάσταση άνευ προηγουμένου!

 

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα  μείωσε πρόσφατα  το κεντρικό επιτόκιο καταθέσεων της από το 0,00% στο -0,30%. Τι σημαίνει αυτό; Αυτό σημαίνει σίγουρα  ότι οι καταθέσεις  χρημάτων στον τραπεζικό λογαριασμό σας  θα παράγουν  ακόμη λιγότερα απ ότι προηγουμένως  καθώς η τράπεζα   θα  επεξεργάζεται  τα χρήματά σας για να δώσει  δάνεια προς τους πελάτες της.

 

Αυτό που ίσως πολλοί από εμάς  δεν γνωρίζουμε όμως είναι ότι η τράπεζά  μπορεί επίσης να καταθέσει τα ποσά των χρημάτων που δεν χρειάζεται  ώστε να τα χρησιμοποιήσει για δανεισμό  και προς  την ΕΚΤ.  Μέχρι πρόσφατα, οι τράπεζες  λάβαιναν αμοιβή για τις εν λόγω καταθέσεις  ενώ τώρα παράδοξα  θα πρέπει να πληρώνουν  τόκους για χρήματα που της δάνεισαν !

 

Γιατί λοιπόν ένα αρνητικό τόκο  ; Για να πληρώνεται η ΕΚΤ ;

 

Όχι φυσικά. Η ΕΚΤ θέλει να αποθαρρύνει τις τράπεζες να κρατήσουν  τα χρήματά μέσα στα συρτάρια τους , και αντ ‘αυτού θέλει να τους ενθαρρύνει να τα  χρησιμοποιούν για να δώσουν υπό ευνοϊκούς όρους  πιστώσεις προς τις επιχειρήσεις και τις οικογένειες.

Με τη μείωση των επιτοκίων της, η ΕΚΤ ελπίζει κάπως να  ενισχύσει τον πληθωρισμό. Είναι γεγονός ότι η χαμηλή αμοιβή της αποταμίευσης ενθαρρύνει τα άτομα να καταναλώνουν  περισσότερο και τις επιχειρήσεις να επενδύσουν, οδηγώντας έτσι λογικά σε αύξηση της ζήτησης για αγαθά και υπηρεσίες και, κατά συνέπεια, αύξηση σ τις τιμές. Όλοι  συμφωνούν ότι μέτριου επιπέδου  πληθωρισμού είναι κάτι  καλό για την οικονομία. Ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη είναι περίπου 0% από την αρχή του 2016.

Η αύξηση των τιμών ωθούν επίσης σταδιακά και το εθνικό ΑΕΠ (Ακάθαρτο Εσωτερικό Προϊών) προς τα πάνω. Ενδεικτικά το εθνικό ελληνικό ΑΕΠ  μείωσε κατά 31% από το 2008 έως σήμερα !

 

Επίσης, ο δεύτερος στόχος είναι ότι  η ΕΚΤ επιθυμεί να επηρεάσει την πορεία του ευρώ. Πώς ;  Όσο περισσότερο ο τόκος είναι χαμηλός σε ένα συγκεκριμένο νόμισμα, άλλο τόσο  αυτό το νόμισμα καταλήγει  στο να μην είναι  ελκυστική επένδυση. Το χαμηλό ποσοστό τόκου (το αρνητικό πλέον  Ευρώ) θα μειώσει τους επενδυτές   μειώνοντας έτσι και την πορεία του έναντι των άλλων νομισμάτων (όπως το Δολάριο). Αυτό μπορεί να αποδειχτεί  επωφελές για τους ευρωπαίους εξαγωγείς, επειδή τα προϊόντα τους  θα είναι έτσι σχετικά φθηνά στο εξωτερικό.  Αλλά και πάλι, το νόμισμα έχει δύο όψεις: τα προϊόντα που προέρχονται από αλλού (εισαγόμενα) θα είναι πιο ακριβά για τους ευρωπαίους καταναλωτές. Ωστόσο, η προώθηση που θα δοθεί στο να αγοράσουν οι καταναλωτές (στην εσωτερική και την εξωτερική αγορά)  περισσότερα ευρωπαϊκά προϊόντα, είναι ένας  πολύ καλός οιωνός  για την οικονομία της Ευρωπαϊκής  Ένωσης και της Ελλάδος.

 

Μη φανταστούμε παράλληλα  ότι από αύριο αυτή η νέα πραγματικότητα των αρνητικών τόκων θα υποκινήσει τον  Ευρωπαίο καταθέτη να τρέξει να βγάλει τα χρήματα του από τα βιβλιάρια λόγου χαμηλότερης απόδοσης, μιλάω για τον Ευρωπαίο καταθέτη  διότι ο Έλληνας είναι εκ των πραγμάτων εγκλωβισμένος  λόγου Capital Control. Όχι, στην πραγματικότητα  δεν υπάρχει κίνδυνος  μαζικής  απόσυρσης  των χρημάτων και αυτό για δυο λόγους, αφενός διότι  οι τράπεζες αποτελούν  ένα ασφαλές μέρος για να καταθέσετε χρήματα σε αντιπαράθεση με το  παρκέ η το στρώμα, και αφετέρου  έχουμε πανευρωπαϊκά  ένα όριο ανάληψης μετρητών που είναι  € 3.000 μέσω ορό στην  Ευρώπη κάτι το οποίο καθιστά αδύνατη την μαζική απόσυρση των μετρητών. Προσφάτως  είδαμε  επίσης  και την  σκέψη  να αφαιρεθεί το χαρτονόμισμα  των € 500 να προοδεύει καλά, κάτι που θα δυσκολέψει  ακόμη  περισσότερο την ταχύ ανάληψη μετρητών.

 

Έτσι εν ολίγοις, και συνοψίζοντας, τα πρώτα συμπεράσματα είναι ότι αν και το αρνητικό επιτόκιο προσφέρει έμμεσα μια νέα δυνατότητα  έλεγχου επί  της ρευστότητας, παράλληλα  με την επιβολή αρνητικών επιτοκίων, η ΕΚΤ προτίθεται  να δώσει νέα ώθηση στην οικονομία των χωρών της ΕΕ δημιουργώντας ένα υγιή πληθωρισμό προορίζοντας  τα δάνεια  προς τον καταναλωτή κι επενδυτή.

 

Η Κίνα : θα προκαλέσει την νέα παγκόσμια οικονομική κρίση ;

 

Το χαοτικό  ξεκίνημα  της  χρονιάς  στις αγορές φαίνεται να έχει  ερμηνευθεί ευρέως ως αποτέλεσμα των φόβων των επενδυτών για την κινεζική οικονομική επιβράδυνση. Αυτό είναι εν μέρη αλήθεια.

Η οικονομία της Κίνας όντως επιβραδύνεται, πέρασε από 14% σε 6% σε μόλις  μια μικρή δεκαετία.  Ωστόσο, τα πραγματικά  πρόβλημα για τις αγορές  δεν είναι αποκλειστικά κινέζικα, αλλά  παγκόσμια, και ως εκ τούτου, πολύ πιο σοβαρά από ό,τι εάν επρόκειτο για μία μόνο χώρα, ακόμη και την Κίνα.

 

Το πραγματικό πρόβλημα προήρθε βασικά από την  παγκόσμια κρίση χρέους  του 2008, οι επιπτώσεις στην οικονομία απλά αναβλήθηκαν  για αργότερα, χάρη  της ισχυρής επταετής δράσης όλων των κεντρικών τραπεζών.

 

Η περίπτωση της Κίνας είναι απλά  πιο έντονη , εν μέρει  λόγο των υπερβολικών μέτρων  τόνωσης που ξεκίνησε το 2008 για τη στήριξη της ανάπτυξης , μέτρα τα οποία  πλεονάζουν σήμερα  σε σχέση με τη μειωμένη  βιομηχανική ζήτηση.  Δεύτερον,  η Κίνα αγωνίζεται ανεπιτυχώς  στην προσπάθεια της  να θέσει τις σωστές  προτεραιότητες  είτε αυτές είναι νομισματικές, οικονομικές ή  γεωπολιτικές  με αποτέλεσμα, η εμπιστοσύνη να κλονίζεται και να φθείρεται ολοένα και περισσότερο.  Μιλάμε για εμπιστοσύνη στην  ικανότητά της να συνεχίσει τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, διατηρώντας παράλληλα την οικονομική ανάπτυξη της και το νόμισμά της. Κάτι που μας θυμίζει και την Ελληνική περίπτωση, αλλά φυσικά σε διαφορετική κλίμακα.

 

Ευχόμαστε τόσο η Κίνα όσο και η Ελλάδα  να βρουν το συντομότερο τον οικονομικό τους δρόμο.

Στο Πλαίσιο αυτό ήταν σαφές  το μήνυμα προς  το Πεκίνο, πως η Αθήνα όχι μόνον στηρίζει τις υπάρχουσες επενδύσεις της Κίνας στην Ελλάδα αλλά και επιδιώκει περαιτέρω ανάπτυξη της οικονομικής συνεργασίας των δύο χωρών, ανέφερε ο  πρωθυπουργός Α. Τσίπρας.

Τόνισε επίσης  πως η Ελλάδα στηρίζει το σχέδιο της Κίνας για τον θαλάσσιο «δρόμο του μεταξιού», που θα ενώσει την Ασία με την Ευρώπη με κομβικό σημείο το λιμάνι του Πειραιά.

 

Πέρα από όλες αυτές τις εύλογες ευχές, ο κίνδυνος παγκόσμιας οικονομικής κρίσης είναι πραγματικός καθώς η παγκόσμια ανάπτυξη παραπαίει, και παράλληλα τα επίπεδα του χρέους έχουν παραμείνει πολύ υψηλά, και η παγκόσμια ρευστότητα δεν επεκτείνεται  πλέον.

 

Το ερώτημα είναι : Τι θα αποφασίσει  η Κίνα ; Πως θα κινηθεί ;  Θα εγκαταλείψει τη φιλοδοξία της για  άνοιγμα των αγορών κεφαλαίου σε περίοδο αμφιβολιών  ; Θα συνεχίσει να υποστηρίζει το Yuan μέσω της  Λαϊκής Τράπεζας  της Κίνας,  παίρνοντας τον κίνδυνο συνέχισης  πτώσης των συναλλαγματικών αποθεμάτων της ;  Αυτή η επιλογή θα ήταν επιζήμια τόσο για την παγκόσμια ρευστότητα όσο και για την κινεζική ανάπτυξη. Μεταξύ δύο κακών, μια  πιο έντονη υποτίμηση του Yuan  γίνεται όλο και πιο πιθανή.

 

Ενόψει αυτής της κρίσης, ήδη από το 2013, η Κίνα έχει αλλάξει το μοντέλο της οικονομίας της , δεν θέλει να είναι  το «εργοστάσιο του κόσμου» για να εξαρτάται πλέον από τη διεθνή κατανάλωση (με τα σκαμπανεβάσματα της, όταν υπάρχει κρίση).

Ως εκ τούτου, η Κίνα περνά από τη βιομηχανία στις υπηρεσίες: της τραπεζικές και χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, υπηρεσίες υγείας, του τουρισμού, της εκπαίδευσης … και προσπαθεί να υποστηρίξει την εγχώρια κατανάλωση της.

Ωστόσο, αυτή η μετάβαση θα απαιτήσει  χρόνο και την προσαρμογή των χωρών που εμπορεύονται  με την Κίνα σε αυτό το νέο οικονομικό μοντέλο.

 

Εν κατακλείδι, αυτό που βγαίνει στην επιφάνεια , κοινός  παρονομαστής  στην υπόθεση  τόσο της Κίνας όσο και της Ελλάδος, είναι ότι πρόκειται  και στις δυο περιπτώσεις και για  παγκόσμιο πρόβλημα υπό του πρίσματος ότι  συγκρούονται οι  επιχειρηματικοί κύκλοι με τους κύκλους  ρευστότητας  σε αποδυναμωμένες  οικονομίες από το υπερβολικό χρέος

 

Το χαοτικό  ξεκίνημα  της  χρονιάς  στις αγορές φαίνεται να έχει  ερμηνευθεί ευρέως ως αποτέλεσμα των φόβων των επενδυτών για την κινεζική οικονομική επιβράδυνση. Αυτό είναι εν μέρη αλήθεια.

Η οικονομία της Κίνας όντως επιβραδύνεται, πέρασε από 14% σε 6% σε μόλις  μια μικρή δεκαετία.  Ωστόσο, τα πραγματικά  πρόβλημα για τις αγορές  δεν είναι αποκλειστικά κινέζικα, αλλά  παγκόσμια, και ως εκ τούτου, πολύ πιο σοβαρά από ό,τι εάν επρόκειτο για μία μόνο χώρα, ακόμη και την Κίνα.

 

Το πραγματικό πρόβλημα προήρθε βασικά από την  παγκόσμια κρίση χρέους  του 2008, οι επιπτώσεις στην οικονομία απλά αναβλήθηκαν  για αργότερα, χάρη  της ισχυρής επταετής δράσης όλων των κεντρικών τραπεζών.

 

Η περίπτωση της Κίνας είναι απλά  πιο έντονη , εν μέρει  λόγο των υπερβολικών μέτρων  τόνωσης που ξεκίνησε το 2008 για τη στήριξη της ανάπτυξης , μέτρα τα οποία  πλεονάζουν σήμερα  σε σχέση με τη μειωμένη  βιομηχανική ζήτηση.  Δεύτερον,  η Κίνα αγωνίζεται ανεπιτυχώς  στην προσπάθεια της  να θέσει τις σωστές  προτεραιότητες  είτε αυτές είναι νομισματικές, οικονομικές ή  γεωπολιτικές  με αποτέλεσμα, η εμπιστοσύνη να κλονίζεται και να φθείρεται ολοένα και περισσότερο.  Μιλάμε για εμπιστοσύνη στην  ικανότητά της να συνεχίσει τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, διατηρώντας παράλληλα την οικονομική ανάπτυξη της και το νόμισμά της. Κάτι που μας θυμίζει και την Ελληνική περίπτωση, αλλά φυσικά σε διαφορετική κλίμακα.

 

Ευχόμαστε τόσο η Κίνα όσο και η Ελλάδα  να βρουν το συντομότερο τον οικονομικό τους δρόμο.

Στο Πλαίσιο αυτό ήταν σαφές  το μήνυμα προς  το Πεκίνο, πως η Αθήνα όχι μόνον στηρίζει τις υπάρχουσες επενδύσεις της Κίνας στην Ελλάδα αλλά και επιδιώκει περαιτέρω ανάπτυξη της οικονομικής συνεργασίας των δύο χωρών, ανέφερε ο  πρωθυπουργός Α. Τσίπρας.

Τόνισε επίσης  πως η Ελλάδα στηρίζει το σχέδιο της Κίνας για τον θαλάσσιο «δρόμο του μεταξιού», που θα ενώσει την Ασία με την Ευρώπη με κομβικό σημείο το λιμάνι του Πειραιά.

 

Πέρα από όλες αυτές τις εύλογες ευχές, ο κίνδυνος παγκόσμιας οικονομικής κρίσης είναι πραγματικός καθώς η παγκόσμια ανάπτυξη παραπαίει, και παράλληλα τα επίπεδα του χρέους έχουν παραμείνει πολύ υψηλά, και η παγκόσμια ρευστότητα δεν επεκτείνεται  πλέον.

 

Το ερώτημα είναι : Τι θα αποφασίσει  η Κίνα ; Πως θα κινηθεί ;  Θα εγκαταλείψει τη φιλοδοξία της για  άνοιγμα των αγορών κεφαλαίου σε περίοδο αμφιβολιών  ; Θα συνεχίσει να υποστηρίζει το Yuan μέσω της  Λαϊκής Τράπεζας  της Κίνας,  παίρνοντας τον κίνδυνο συνέχισης  πτώσης των συναλλαγματικών αποθεμάτων της ;  Αυτή η επιλογή θα ήταν επιζήμια τόσο για την παγκόσμια ρευστότητα όσο και για την κινεζική ανάπτυξη. Μεταξύ δύο κακών, μια  πιο έντονη υποτίμηση του Yuan  γίνεται όλο και πιο πιθανή.

 

Ενόψει αυτής της κρίσης, ήδη από το 2013, η Κίνα έχει αλλάξει το μοντέλο της οικονομίας της , δεν θέλει να είναι  το «εργοστάσιο του κόσμου» για να εξαρτάται πλέον από τη διεθνή κατανάλωση (με τα σκαμπανεβάσματα της, όταν υπάρχει κρίση).

Ως εκ τούτου, η Κίνα περνά από τη βιομηχανία στις υπηρεσίες: της τραπεζικές και χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, υπηρεσίες υγείας, του τουρισμού, της εκπαίδευσης … και προσπαθεί να υποστηρίξει την εγχώρια κατανάλωση της.

Ωστόσο, αυτή η μετάβαση θα απαιτήσει  χρόνο και την προσαρμογή των χωρών που εμπορεύονται  με την Κίνα σε αυτό το νέο οικονομικό μοντέλο.

 

Εν κατακλείδι, αυτό που βγαίνει στην επιφάνεια , κοινός  παρονομαστής  στην υπόθεση  τόσο της Κίνας όσο και της Ελλάδος, είναι ότι πρόκειται  και στις δυο περιπτώσεις και για  παγκόσμιο πρόβλημα υπό του πρίσματος ότι  συγκρούονται οι  επιχειρηματικοί κύκλοι με τους κύκλους  ρευστότητας  σε αποδυναμωμένες  οικονομίες από το υπερβολικό χρέος

PANAMA PAPPERS : Συμπαιγνία και Παγκόσμια Υποκρισία !

 

Τα περίφημα Panama Pappers  είναι αυτά που έφεραν στην επιφάνια  πάνω από 11.500.000 εμπιστευτικά έγγραφα από το δικηγορικό γραφείο Mossack Fonseca  από το Παναμά ,και έβγαλαν στη φόρα  λεπτομερείς  πληροφορίες για πάνω από 214.000 υπεράκτιες εταιρείες (offshore) καθώς και τα ονόματα των μετόχων των εταιρειών αυτών.

Μεταξύ αυτών βρίσκονται  πολιτικοί, δισεκατομμυριούχοι,  κορυφαίοι αθλητές και διασημότητες. Επίσης αρχηγοί κρατών από χώρες όπως  – Σαουδική Αραβία,  Αργεντινή,  Ισλανδία,  Ουκρανία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα – οι οποίοι  εμπλέκονται άμεσα από αυτές τις αποκαλύψεις, καθώς και  μέλη των κυβερνήσεών τους,  συγγενείς  των και αρχηγοί των κυβερνήσεων από περισσότερες από 40 άλλες χώρες, όπως τη Νότια Αφρική, την Αλγερία, την Κίνα,τ η Νότια Κορέα, την Βραζιλία, την Γαλλία, την  Ινδία, τη  Μαλαισία, το Μεξικό, το Πακιστάν, την Ρωσία, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Συρία.

 

Αυτή η διαρροή   είναι η μεγαλύτερη αποκάλυψη σε όγκο εγγράφων εκμεταλλεύσιμο από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης (2.3 ΤERAΒyte) απ όλη την σύγχρονη  ιστορία , υπερβαίνει κατά πολύ το σύνολο των δεδομένων φερειπήν  το 2010 του WikiLeaks (1,7 GB) μόνο ή του  OffshoreLeaks το 2013 (260 GB) , ή του 2014 Luxleaks (4GB) και το 2015 του SwissLeaks  (3.3 GB). Ασύγκριτα μεγαλύτερο επίσης  κι από  τη Λίστα Lagarde φυσικά  που μεταδόθηκε με τη μορφή memory stick, τον Οκτώβριο του 2010, η οποία είχε μόλις όγκο μεταξύ 2 GB και 8 GB το πολύ.

 

Ως υπενθύμιση, η λέξη «offshore» σημαίνει κυριολεκτικά, μια υπεράκτια εταιρεία, συνεπώς, είναι μια εταιρεία με έδρα στο εξωτερικό, σε μια χώρα όπου ο ιδιοκτήτης δεν είναι κάτοικος. Αλλά σε αντίθεση με τις διεθνείς θυγατρικές της εταιρείες, οι εταιρείες αυτές δεν ασκούν καμία οικονομική δραστηριότητα στη χώρα όπου έχουν την κατοικία τους.

 

Ποιος είναι ο σκοπός της λοιπόν και σε τι εξυπηρετεί  ; θα αναφερθώ μόνο σε λίγες από τις υπηρεσίες που προσφέρει :

 

  • Τήρηση ενός  τραπεζικού  λογαριάσου  στο εξωτερικό. Μη ονομαστικού χαρακτήρα.
  • Καταχώρηση σκάφους, θαλαμηγός με ξένη σημαία. Το κόστος εγγραφής είναι μικρότερο, αποφεύγει ΦΠΑ, τεκμήρια, …
  • Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος. Πολλές υπεράκτιες εταιρείες συχνά χρησιμοποιούνται αλυσιδωτά, ώστε να είναι εξαιρετικά  πολύπλοκο για να προσδιοριστεί η προέλευση των κεφαλαίων.
  • Βοήθεια για φορολογική βελτιστοποίηση αλλά και φοροδιαφυγή.
  • Προστασία της ακίνητης  περιουσίας  σε οικονομικά ασταθείς χώρες.
  • Παραλαβή μιζών από αδιαφανείς δραστηριότητες.
  • Αποφυγή της  καταβολής  φόρου κληρονομιάς.

 

Επίσης, στον τομέα των ασφαλίσεων, λόγω  των κανόνων προληπτικής εποπτείας, “μερικές συμβάσεις είναι εφικτές  μόνο σε χώρες όπως τα Νησιά  Κέιμαν, επειδή ο νόμος είναι πιο ευέλικτος.” Το ίδιο ισχύει  για το “leasing” αεροσκαφών, το οποίο  γίνεται μόνο μέσω των φορολογικών παραδείσων.

 

Έτσι ως εδώ  παρατηρούμε  ότι κοινός  παρονομαστής αυτών των υπεράκτιων εταιριών χαρακτηρίζεται κυρίως,  για να το θέσω ευγενικά,  από την «διακριτικότητα» και από την  τραπεζική αδιαφάνεια, εξυπηρετώντας  υποψήφιους  οι οποίοι  επιθυμούν  να καλύπτουν τα ίχνη τους χρησιμοποιώντας τις «ευεργετικές»  ιδιότητες  τέτοιων δομών. Αυτή η αδιαφάνεια είναι επίσης το ιδανικό συστατικό  για τη νομιμοποίηση εσόδων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες, όπως η διακίνηση ναρκωτικών ή του οργανωμένου εγκλήματος, και εκτιμούνται σε  “τρισεκατομμύρια δολάρια το χρόνο” σύμφωνα με τον  Παγκόσμιο Οργανισμό Τελωνείων.

 

Αυτό που μας εκπλήσσει βαθύτατα αν όχι μας σκανδαλίζει ενόψει των προηγουμένων, είναι ότι η επιχείρηση Mossack Fonseca συνεργάζεται με τις μεγαλύτερες τράπεζες στον κόσμο, όπως η Deutsche Bank, HSBC, Societe Generale, της Ελβετίας, η UBS η Credit Commerzbanκ,  Belfius κλπ …

 

Άρα ένα από τα δύο πρέπει να ισχύει, είτε οι τράπεζες είναι υπεράνω των νόμων, και δεν ενοχλούνται ούτε ελέγχονται παρά μόνο όταν έρχονται στο φως τα σκάνδαλα, και αυτό ακόμη  για ένα μικρό διάστημα χρόνου κατά το οποίο προστίθενται  κάποια κρατίδια offshore  σε μια προσωρινή  black List, για να λέμε ότι καταπολεμούμε την φοροδιαφυγή,  είτε κάποιοι επωφελούνται  γενναιόδωρα από τις “αμφισβητήσιμες” υπηρεσίες  που παρέχονται από αυτές, και προτιμούν να προσηλώσουν την προσοχή τους  στον μικρό φοροφυγά  της μεσαίας τάξης έναντι του οποίου έχουν επινοήσει πολλαπλούς  τρόπους να τον ελέγχουν.…   σας αφήνω να κρίνετε από μόνοι σας.

La Crise Ukrainienne quel Impact économique pour l’Europe?

 

Après la crise bancaire, puis la question de l’élargissement estimée  trop rapide par l’Euroland,  voilà qu’une nouvelle crise  pourrait avoir des conséquences économiques néfastes, non négligeables sur l’économie Européenne et sur les marchés boursiers.

La question qui est sur toutes les lèvres est

Faut-il craindre une escalade dans ce conflit et si oui avec quelles conséquences  pour l’Europe ?

Même si les  paroles rassurante du Président Obama  sur l’exclusion d’une intervention militaire rassurent  quelques peu la communauté internationale, le spectre d’une montée des tensions est bien là sur fonds  une évolution en  guerre civile.

A  ce stade,  l’économie mondiale  n’est pas affectée par  le problème Ukrainien même si le climat économique général  est assez morose, Grèce, Argentine, Vénézuela, Turquie, croissance en berne même en Chine et la Russie de  clôturer 2013 avec 1,3% de croissance  alors qu’elle avait tablée sur 2%  et comme à chaque crise, une incertitude s’installe avec ces conséquences logiques.

Nous assistons notamment à une fuite des capitaux, rien qu’en Russie au cours du 1er trimestre de cette année les estimations tournent autour des 70 milliards de dollars  selon Ivan Tchakarov, chef économiste pour la City de Moscou,  on parle également d’un problème de stagnation de l’économie (comme celle que l’Europe à connue de 2010 à 2012) avec des risques de récessions à moyen terme.

Bien évidement les sanctions imposées à la Russie, et leurs effets « discutables », ne rassurent pas outre mesure,  l’idée a elle seule crée  un climat qui rappelle des jours sombres et des dissensions  entre les deux blocs, raniment ainsi  des sentiments propres à la guerre froide.

Ces sanctions assez atypiques qui touchent principalement une 20aine de personnalités et une banque (symbolique) sont ressenties comme très personnalisées et sans impacts général.

Il est fort probable en fonction de l’évolution de la crise que des sanctions par secteurs  visent bientôt l’économie Russe de manière plus générale (énergie, banque, finance et armement) tels que cela ressort des pays du G7 qui lancent l’avertissement.

Les agences de notations américaines ont aussi de leur côté pas manqué de dégrader la note souveraine de la Russie, de stable à négative et les groupes américains de cartes bancaires Visa et MasterCard ont arrêté sans préavis de fournir leur service de paiement aux clients de plusieurs banques russes après l’annonce  de sanctions par Washington.

L’impact direct des sanctions annoncées est pour l’instant est  mineur, mais l’incorporation de la Crimée dans la Fédération russe va probablement amener l’Union européenne et les États-Unis à élargir les sanctions en réponse à l’annexion russe”, a estimé Fitch.

Les investisseurs restent malgré tout confiants  à en voir les indicateurs boursiers du moment.

 

En conclusion,  ce qui ressort de toutes les analyses économiques pour le moment c’est que le refroidissement des relations (avec l’Occident) apparaît comme un facteur négatif important pour la croissance économique et joue sur les fuites des capitaux.

Vu l’interdépendance des pays impliqués directement ou indirectement à cette crise, du point de vue économique, énergétique et géopolitique, il est désormais certains sans pouvoir en jauger la quantité, que la crise Ukrainienne aura des répercussions économiques considérables collatérales et jettent une nouvelle ombre sur des perspectives économiques qui semblaient marquer une reprise tant attendu.

La BCE joue t’elle sa dernière carte?

 

Il ne faut pas se leurrer, à situation grave, mesure grave. C’est à peu près ce qui vient de se produire sans le dire vraiment, avec la dernière mesure choc et sans précédent prise par le Président de la BCE Mario Draghi.

 

En effet, cette décision de baisser le principal taux directeur à  0,15% soit un taux négatif en tenant de l’inflation aussi faible soit-elle, cela ressemble bien à une sorte de cri de désespoir, une manière de jouer sa dernière carte  pour atteindre ses objectifs.

Pour rappel, la principale mission de la BCE consiste à maintenir le pouvoir d’achat de l’euro, et donc la stabilité des prix, même si par moment elle nous donne l’impression de vouloir mener une politique économique d’envergure qui va bien au-delà de son mandat.

 

Actuellement, le mot qui revient le plus souvent est qui provoque l’allergie de la BCE s’est la déflation, c’est-à-dire les prix des denrées et des biens qui continuent à chuter à cause d’un pouvoir d’achat faible qui entraine la courbe de la croissance vers le bas…La déflation est l’ennemie de la croissance.

 

Bien entendu, le but non dissimulé  est de compenser un euro structurellement fort, un chômage élevé et des dettes publiques colossales.

 

L’attitude de Mario Draghi rappel étrangement celle du Président de la FED, Alan Greenspan, qui a été le premier à baisser le taux directeur à 1% en un temps record dans les années débuts 2000 avec l’éclatement de la  bien connue bulle immobilière et ses conséquences tragiques qui ont suivies.

 

Il n’est par conséquent pas inutile de s’interroger sur les risques, cette fois-ci en Europe, de voir naître de nouvelles bulles avec cet argent bon marché qui va bientôt être déversé.

 

N’oublions pas non plus que le but des banques reste de vendre de l’argent exactement comme un marchand d’électroménagers va tout faire pour vendre des postes de télévisions ou des ordinateurs. C’est leur métier. Par conséquent, la tentation d’inciter à la surconsommation des crédits à nouveau accessibles  au détriment des risques ou inciter à racheter ses crédits à meilleurs taux va refaire surface avec le risque réel de créer différentes bulles spéculatives.

La seule bonne nouvelle qu’il faut peut-être retenir dans ce nouveau plan, ce sont les injections de liquidités annoncées en faveur des banques pour les encourager à prêter aux entreprises,  en priorité aux PME qui n’ont pas accès aux marchés financiers  et aux ménages, à l’exception notable des crédits immobiliers. (Pour ne pas réitérer les erreurs de la FED).

La BCE lancera en septembre et en décembre prochain deux prêts ciblés de quatre ans aux banques de la zone euro, baptisés TLTRO (targeted long term refinancing operation).

 

A ce propos, le patron de l’institut munichois IFO, Hans-Werner Sinn, estime ainsi que les mesures de Mario Draghi représentent « une tentative désespérée (…) pour détourner les flux financiers vers le sud de l’Europe pour stimuler leurs économies ».

 

Pour les banques européennes, c’est “open bar” jusqu’en 2016, à un taux très avantageux, devrait changer le comportement des banques vis-à-vis des PME et des ménages auxquelles ils  avaient fermé à double tours les robinets de liquidités. Le but espéré est bien évidemment d’éloigner le plus possible le risque de déflation, sortir la zone euro de la stagnation économique, relancer la croissance, l’inflation et l’emploi.

 

On peut dire que la BCE et Mario Draghi   jouent leur va-tout…leur dernière carte.  Désormais la politique économique de la BCE est tracée pour un bon moment, il faut juste espérer recueillir les premiers fruits des ses nouveaux choix d’ici 15 à 18 mois.

EU/ASEAN RELATIONS

bangkok_58

L’Asie avec 43 millions de km2 et 4,3 milliards d’habitants, [ ]est le plus grand continent au monde (8,6 % de la surface totale terrestre ou 29,4 % des terres émergées) puisque presque  60 % de la population mondiale habite en son sein. L’Asie est plus un concept culturel et philosophique qu’une entité physique homogène ou une entité religieuse.

Au-delà du fait que l’Asie abrite le plus haut sommet du monde, l’Everest qui culmine à 8 848 mètres mais c’est aussi une puissance économique émergente non négligeable.

Certaines de ses économies sont très développées (Japon, Corée du Sud, Singapour, Taïwan, Hong Kong), d’autres sont émergentes ou en développement rapide (Chine, Inde….), la Birmanie et la Pakistan quant à eux connaissent toujours de grandes difficultés économiques et restent partiellement instable.

La croissance économique réalisée par l’Asie au cours des deux dernières décennies est remarquable. La plupart des pays asiatiques sont maintenant membres de l’Organisation

mondiale du commerce (OMC). De nombreux pays ont atteint un taux de croissance moyen

de 5 % pendant les 20 dernières années.

 

Quid des relations économiques de l’UE avec l’Asie du Sud-Est  (ASEAN) ?

Le Dialogue Asie-Europe ou ASEM (Asia-Europe Meeting) a été créé en 1996 au sommet de Bangkok. ASEM est un forum interrégional qui regroupe d’une part la Commission européenne et les 28 membres de l’Union européenne, et d’autre part les 13 membres de l’ASEAN Plus Trois, c’est-à-dire le secrétariat de l’ASEAN ainsi que la Chine, le Japon et la Corée du Sud auxquels se sont joints la Mongolie, l’Inde et le Pakistan. Cette association a pour but de renforcer la coopération et l’assistance mutuelle entre ses membres, d’offrir un espace pour régler les problèmes régionaux et peser en commun dans les négociations internationales et favoriser les exportations et le développement économique.

La prochaine réunion de l’UE avec ASEAN est prévue en  septembre 2014 à Milan en Italie.

Avec une part de 31 % du total de ses échanges (21 % si l’on exclut le Japon et la Corée du Sud), l’UE est désormais le premier partenaire commercial de l’Asie du Sud-Est. Le potentiel de conquérir de nouveaux marchés existe bien et nombreux sont les pays d’Europe qui y voit la possibilité de développer d’importants échanges commerciaux.

 

Prenons un seul exemple, Le halal, qui est un marché estimé à 114,6 milliards d’euros.

La Belgique, qui concentre une population d’environ 600 000 musulmans (sans inclure les mariages mixtes), fait partie des pays les plus attractifs d’Europe. En France, Auchan, Carrefour, Intermarché, Leclerc, Cora et Casino (hypermarché) proposent déjà de la viande “charia compatible”.  La Malaisie voudrait bien accéder à la première place du podium dans le marché mondial halal pour ne citer que celui-ci.  D’autres exemples encore peuvent mettre en exergue l’utilité de développer des relations économiques plus étroites qui répondraient à des besoins croisant de part et d’autres du pacifique.

Nous pourrions étendre cet exemple vers d’autres produits, notamment les matières premières qui y sont très abondantes. En cette période de vache maigres, où l’Europe cherche à tâtons à nouveau le chemin de la croissance, l’opportunité de développer un partenariat privilégié avec « Asean » pourrait indiscutablement offrir de nouvelles perspectives et un accès au plus grand marché du monde.

Faites vos jeux!

 roulette-tafel1

Les films et les émissions télévisées à succès présentent souvent le jeu — surtout dans les casinos — comme le passe-temps des gens beaux, riches et distingués. Bien entendu, les spectateurs savent en général qu’une telle mise en scène relève de la fiction, du rêve.

Dans le monde réel, loteries, paris sportifs et jeux d’argent en ligne se disputent, avec les casinos, l’attention du joueur. Le jeu est  un vice quasi universel dont l’attrait s’est répandu comme une traînée de poudre.

En 2013, le chiffre d’affaires annuel de l’ensemble du marché des jeux de hasard de l’UE a été estimé à quelques 89,9 milliards d’euros, avec une croissance annuelle d’environ 3%. Dans ce secteur, c’est l’activité des jeux de hasard en ligne qui connait la plus forte progression, avec un taux de croissance annuel de près de 15%. On s’attend à ce qu’en 2015, le chiffre d’affaires annuel de cette activité s’élève à 13 milliards d’euros, contre 9,3 milliards en 2011. L’offre de jeux de hasard en ligne au sein de l’UE est particulièrement large et de plus en plus de consommateurs – 6,8 millions aujourd’hui – les ont adoptés.

Le chiffre d’affaires généré par les casinos constitue  une manne importante de rentrées fiscales pour l’état ! En effet, 32% des recettes vont au Ministère des Finances, 12% aux Municipalités  10 % aux Affaires Sociales et ce n’est que 46% du chiffre d’affaires  qui finit  dans la poche du casino.

Difficile  dans ce contexte d’avoir une vision objective sur l’impacte des jeux sur la société ou le comportement des gens.

Parmi ceux qui s’adonnent aux jeux de hasard et d’argent (gambling en anglais), certaines personnes développent une pathologie : le jeu devient une maladie ou une dépendance se traduisant par une impulsion incontrôlable à miser de l’argent. La dépendance est caractérisée par un état de besoin impérieux de faire une activité, ou de consommer une substance, et par la nécessité d’en augmenter la fréquence ou la dose afin d’en maintenir l’effet et d’éviter l’état de manque (malaise, angoisse). Il n’est plus rare que certaines personnes qui ont pris conscience de l’emprise que le jeu a sur eux ont demandé de se faire interdire d’entrer dans les établissements de jeux…jusqu’à ce qu’ils révoquent souvent eux-mêmes cette décision.

Par conséquent, encourager le jeu va à l’encontre de la protection de la santé publique. Chose étonnante, personne n’a  jamais vu à l’entrée d’un établissement une pancarte informant les joueurs que les jeux nuisent gravement à la santé comme sur cela apparaît sur un paquet de cigarettes.

Au Etats-Unis, l’industrie du jeu  emploie  plus de 1,7 millions de personnes, soit plus du double des habitants de Washington DC. Qui osera en dire du mal ?

La principauté de Monaco ne fait plus exception à la règle. Avec le fameux casino de Monte-Carlo, probablement le plus prestigieux dans le monde, ce petit état méditerranéen peut se permettre de ne pas taxer ces citoyens grâce aux revenus générés par le casino.

L’impact économique des jeux d’argent augmente constamment  dans certains pays, l’industrie des jeux d’argent est la principale source de revenus. Macao et Las Vegas sont des exemples typiques de ce phénomène.

Même si le jeu peut être une activité intense, l’argent gagné ne l’est pas en contrepartie d’un travail effectué ou de services rendus. La mise se parie sur le hasard ; le résultat dépend principalement de la chance. Le joueur espère que tôt ou tard son jour de chance viendra. En bref, il cherche à obtenir quelque chose en échange de rien et c’est sur ce rien espéré que les milliards d’impôts sont prélevés!

Epatant non ? Oui, on peux le dire, les jeux sont fait et rien ne va plus !

Fiscalité et Immobilier : notions intimement liées!

Downtown Manhattan, Modern Business Office Skyscrapers

On pourrait presque la qualifier d’intime,  tellement  la relation entre la fiscalité et l’immobilier n’a  cessé de se rapprocher.  Tout le monde  sait bien que  dès que  le mot bien immobilier est prononcé, suivent juste après des aspects financiers liés à la fiscalité, aux impôts fonciers, aux droits et régimes particuliers parfois très compliqués.

 

En effet, depuis la régionalisation récente de certaines compétences en matière d’impôts portant sur l’immobilier (6ème réforme de l’Etat), les  liens entre ces deux matières  n’ont eu de cesse de s’amplifier.  Les conséquences se sont vites imposées  aux professionnels  du chiffre et aux agents immobiliers les obligeants à se recycler  pour évoluer  et suivre le rythme d’un secteur en constante mutation.

 

Que ce soit pour déterminer les avantages fiscaux pour l’acquisition ou la conservation de l’habitation « propre » ou pour d’autres aspects spécifiques il s’agira de savoir quand les régimes de faveur fédéraux sont d’application. Dans certaines situations spécifiques, plusieurs régimes peuvent être combinés.

 

Il serait par conséquent impensable voir irresponsable  pour un agent immobilier de ne pas s’initier à la fiscalité s’il veut offrir un service de qualité  avec une valeur ajoutée.

 

Afin de prodiguer le bon conseil,  estimer le juste prix,  l’agent immobilier devra tenir compte d’une série de paramètres fiscaux qui ont un impacte direct ou/et  indirect  sur  la valorisation de l’investissement et sur  son futur  rendement.

 

On pourrait citer ces quelques points parmi tant d’autres :

  • Taxation des plus-values immobilières
  • Taxe sur les immeubles abandonnés
  • Dispositions fiscales sur la sincérité du prix
  • Les réductions du bonus logement suivant région
  • La taxation des loyers (affectés à usages privés ou professionnels)
  • Abattement de droits d’enregistrement (1ère acquisition, suivant région)
  • Le revenus cadastral et ses réductions ou révisions
  • Le précompte immobilier et ses abattements
  • Régime TVA (sur terrain, ’appartement neuf, clef sur porte ou ventes sur plan)

Nous n’aborderons brièvement que les trois  premiers aujourd’hui.

Taxation des plus-values sur quel montant payé la taxe, a partir de quand ? à quel taux ?. Cette taxation n’est toutefois applicable que s’il existe un délai de moins de 5 ans entre les deux opérations, achat/vente  et les dates à prendre en considération sont celles des actes notariés. Le taux de taxation sera de 16,5 %.

Cette mesure est également applicable lorsque le vendeur a reçu l’immeuble par donation (mais pas par une succession). Dans ce cas, le délai entre la donation et la revente est fixé à trois ans.

Sur quel montant faut-il payer la taxe?

– La plus-value est la différence entre le montant payé lors de l’achat de l’immeuble, et son prix de revente.

– Le montant payé lors de l’achat de l’immeuble représente le prix payé au vendeur, majoré des frais que l’acquéreur a réellement payés, comme par exemple les droits d’enregistrement et les frais d’actes. Ces frais peuvent être fixés forfaitairement à 25 % du prix d’achat. Ce montant peut encore être augmenté de 5 % pour chaque année entière qui s’est écoulée entre les deux opérations.

Dans certains cas la taxation de la plus-value  peut avoir des effets prohibitifs sur l’opéation de la  vente envisagée. Il est donc plus qu’utile que l’agent immobilier puisse  bien calculer.

Taxe sur les immeubles abandonnés

Mode de calcul de la taxe

Le mode de calcul de la taxe n’est pas uniforme: souvent, il s’agit d’un montant forfaitaire, multiplié par le nombre de mètres de façade. Parfois, ce montant forfaitaire double chaque année. Il arrive aussi que la taxe soit basée sur le revenu cadastral. L’agent immobilier chargé de la vente d’un tel bien devrait pouvoir chiffrer ou du moins informer le futur acquéreur de la réalité de cette taxe.

Dispositions fiscales sur la sincérité du prix

Lors de la lecture de l’acte de vente, le notaire lit aux vendeurs et acquéreurs l’article 203 du Code des Droits d’Enregistrement relatif aux dissimulations dans le prix ou la valeur vénale de l’immeuble.

Article 203 : En cas de dissimulation au sujet du prix et des charges ou de la valeur conventionnelle, il est dû individuellement par chacune des parties contractantes une amende égale au droit éludé. Celui-ci est dû indivisiblement par toutes les parties.

Cette disposition précise avant tout que les parties doivent déclarer dans l’acte le prix qui a été réellement convenu, parce que c’est sur cette base que l’administration de l’enregistrement va calculer le droit d’enregistrement. Déclarer un prix inférieur au prix convenu constitue une fraude fiscale, et l’administration pourrait percevoir une amende, due par les deux parties.

Une fois de plus l’agent immobilier est confronté à la fiscalité, il a un devoir d’information et d’analyse de toute opération suspecte.

Pour répondre à l’inventivité de certains criminels, des professions non financières, comme les agents immobiliers, ont été soumises également à l’application de la loi anti-blanchiment. Ainsi, la loi du 10 août 1998 a soumis les agents immobiliers à l’application de la loi anti-blanchiment. La déontologie IPI renvoie d’ailleurs explicitement à la loi anti blanchiment (art. 1, 5e alinéa, 5°).

 

En conclusion, la fiscalité et l’immobilier restent deux notions bien imbriqués.. Leurs effets font que la relation qui   solidaires  parfois même  indivisibles dans la mesure où  les agents immobiliers souhaitent  mener à bien les différentes missions qu’ils se voient confiés. Au milieu d’une législation complexe et régionalisée en constante évolution,

Le cancer de l’Europe : Le surendettement

Dans le passé pour estimer la richesse d’ pays il fallait analyser la qualité de ses sols ou de ses sous-sols…voir sa position géopolitique ou stratégique ou bien les montants de ses exportations. Malheureusement ces cartes sont aujourd’hui obsolètes. Ce n’est pas parce qu’un pays est bien situé, riches de minéraux ou un bon pays exportateur, qu’il n’est pas atteint du « cancer économique » c’est-à-dire « le surendettement ».

En effet, même si la dette des pays riches montre des signes de stabilisation, elle se situe à des “niveaux historiquement hauts” nécessitant de réduire les dépenses publiques, a affirmé mercredi le Fonds monétaire international (FMI).
En moyenne, la dette publique des pays riches devrait, comme en 2013, atteindre cette année 107,1% de leur produit intérieur brut (PIB) avant de décliner très légèrement de 0,2 point en 2015, selon les prévisions du Fonds mais qui restent très volatiles.
En comparaison, celle des pays émergents devrait atteindre seulement 33,7% de leur PIB cette année !!!
Avec un ratio de dette/PIB de 243,5% prévu en 2014, le Japon devrait encore figurer en tête du peloton des pays développés les plus endettés, suivi par la Grèce (174,7%), sous assistance financière depuis 2010, et l’Italie (134,5%) mais d’autres pays suivent de près.
Alors il y a t-il vraiment une solution au surendettement des Nations Européennes ?
Il est toujours très difficile de réduire son train de vie lorsqu’on a pris ses habitudes et que l’on vit au dessus de ses moyens depuis plusieurs décennies. Un vieux dicton disait qu’il n’est pas bon d’attraper froid par ses pieds. Ou en d’autres termes il faut savoir quelle est la taille de sa couverture sinon on risque de tomber malade. C’est bien ce fléaux qui a touché profondément l’Europe. Depuis des décennies, à travers ses gouvernements successifs, toute sensibilité politique confondue, ils n’ont cessé de gangrener les finances de l’Etat par des dettes successives. Il est vrai que ces fonds emprunter et qui devront être remboursé par les enfants et les petits enfants on permit à certains gouvernement de tenir l’une ou l’autre promesse électorale ou de se constituer une clientèle politique.
Petite cerise sur le gâteau, dès l’entrée des Pays dans l’Union Européenne avec les fameux critères de Maastricht et le pacte de stabilité (si peu suivi et si peu maîtrisé) représentaient les garanties écrites d’une zone économique stable et forte. Exactement ce dont les banques avaient besoin pour sortir leurs chéquiers et donner des emprunts « dans un premier temps » aux Etats à taux d’intérêts très bas.
Ce phénomène a créer ce fameux cercle vicieux – La banque prête à l’Etat – L’Etat défaillant ne sait plus rembourser aux banques – La pression de la dette retombe sur la classe moyenne – la Banque ferme ses robinets et ne donne plus de liquidités – et l’austérité réduit la croissance… et on recommence …
Cette semaine, le Parlement européen a adopté à une très large majorité un ensemble de textes complétant l’union bancaire, afin d’éviter que les faillites des banques de la zone euro ne soient supportées à l’avenir par les contribuables.
Mais pour cela il faudra encore tenir jusqu’à 2016 date butoir pour les banques qu’elles assainissent leurs bilans et donner les garanties de solvabilité à la BCE.
D’ici là, si les pays européens n’entreprennent pas des démarches urgentes pour uniformiser leur politique budgétaire et fiscal, s’ils ne revoient pas les coûts du travail à la baisse, s’ils ne redonnent de la compétitivité aux entreprises, s’il ne s’auto administre pas dans la douleur un peu chimio thérapie avec ses effets secondaires, ou des privations pendant un temps, …je crains que la bataille économique contre le surendettement ne finisse par l’emporter…